- συχνάκις
- ΝΜΑεπίρρ. πολλές φορές, συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + επιρρμ. κατάλ. -(ά)κις (πρβλ. πυκν-(ά)κις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… … Dictionary of Greek